- οὐδραία
- οὐδραία· ὑδρία, μέτρον τι, Ἀττικοῦ μετρητοῦ ἥμισυ, Hsch. [full] οὐδραίνει· περικαθαίρει, Λάκωνες, Id. [full] οὐδύεται· ἐρίζει, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ουδραία — οὐδραία και, κατά δ. γρφ., οὐδρία (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὑδρία, μέτρον τι, Ἀττικοῡ μετρητοῡ ἥμισυ» … Dictionary of Greek
οὑδραία — ἑδραί̱ᾱ , ἑδραῖος sitting fem nom/voc/acc dual ἑδραί̱ᾱ , ἑδραῖος sitting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ὑδραίᾱ , ὑδραῖος of water fem nom/voc/acc dual ὑδραίᾱ , ὑδραῖος of water fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)